- ζενίθ(ε)ιος
- (ε)ία, ον, ζενιθι(α)κός, ή , ό[ν] находящийся в зените
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζενιθιακός — και ζενιθικός, ή, ό και ζενίθ(ε)ιος, α, ο [ζενίθ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζενίθ («ζενιθιακή απόσταση αστέρα») … Dictionary of Greek